- τροχαικῶς
- τροχαικόςtrochaicadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροχαϊκώς — τροχαϊκῶς, ΝΜΑ βλ. τροχαϊκός … Dictionary of Greek
τροχαϊκός — ή, ό / τροχαϊκός, ή, όν, ΝΜΑ, και κατά τον Φρύν. τροχαιϊκός, ή, όν, Α [τροχαῑος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό πόδα 2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή διποδία» β. «τροχαϊκή συζυγία», Ερμογ.).… … Dictionary of Greek
ποδίζω — ΝΜΑ [πους, ποδός] νεοελλ. ναυτ. 1. αράζω προσωρινά σε απάνεμο όρμο λόγω κακοκαιρίας 2. απομακρύνω την πλώρη από την ευθεία τού ανέμου μσν. αρχ. 1. δένω τα πόδια κάποιου («πεποδισμένους ἔχουσι τοὺς ἵππους ἐπὶ ταῑς φάτναις», Ξεν.) 2. μετρώ στίχο… … Dictionary of Greek